ἐπιτήδευμα — pursuit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ … Dictionary of Greek
τοὐπιτήδευμα — ἐπιτήδευμα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευμάτων — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύμασι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύμασιν — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματα — ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματος — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύματ' — ἐπιτηδεύματα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδεύματι , ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg ἐπιτηδεύματε , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)